Μάρβιν, Λι

Μάρβιν, Λι
(Lee Marvin, Νέα Υόρκη 1924 – 1987). Αμεριανός ηθοποιός του κινηματογράφου. Ασχολήθηκε με το θέατρο στην Νέα Υόρκη και πρωτοεμφανίστηκε στον κινηματογράφο το 1951. Εξελίχθηκε σε σημαντικό πρωταγωνιστή του Χόλιγουντ στις δεκαετίες του 1960 και 1970, παίζοντας κυρίως ρόλους σκληροτράχηλων και ηρωικών τύπων. Απέφυγε την τυποποίηση παίζοντας ακόμα και κωμικούς ρόλους, όπως στο φιλμ Κατ Μπαλού (1965), όπου και τιμήθηκε με Όσκαρ ερμηνείας. Εμφανίστηκε σε περισσότερες από 75 ταινίες, από τις οποίες οι εξής αναφέρονται ενδεικτικά: Σεμινόλε (1953), Η Ανταρσία του Κέιν (1954), Ο ατίθασος (1954), Οι επαγγελματίες (1966), Και οι δώδεκα ήταν καθάρματα (1967) κ.α.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Γκέι, Μάρβιν — (Marvin Pentz Gaye, Jnr., Ουάσινγκτον 1939 – Λος Άντζελες 1984). Αφροαμερικανός τραγουδιστής της σόουλ μουσικής. Γιος πάστορα, έκανε τα πρώτα του βήματα στην εκκλησιαστική μουσική (γκόσπελ), παίζοντας όργανο και τραγουδώντας στη χορωδία της… …   Dictionary of Greek

  • Μίνσκι, Μάρβιν — (Marvin Minsky, Νέα Υόρκη 1927 –). Αμερικανός ηλεκτρολόγος μηχανικός, επιστήμονας ηλεκτρονικών υπολογιστών. Σπούδασε στα πανεπιστήμια του Χάρβαρντ και του Πρίνστον και στη συνέχεια δίδαξε στις σχολές Ηλεκτρολόγων Μηχανικών, Επιστήμης Υπολογιστών… …   Dictionary of Greek

  • ηλιογράφος — Όργανο για τη μέτρηση της πραγματικής ηλιοφάνειας. Οι η. διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: α) αυτούς που χρησιμοποιούν τη θερμαντική ισχύ της ηλιακής ακτινοβολίας και β) αυτούς που χρησιμοποιούν τη χημική δράση της ορατής και της υπεριώδους ηλιακής …   Dictionary of Greek

  • Ντακότα — Φυλή Ινδιάνων των μεγάλων λειμώνων (prairies) που ήταν άλλοτε εγκαταστημένοι στη μεταξύ του Ερυθρού Ποταμού (Red River) και Μισισιπή (ΗΠΑ). Στην περιοχή αυτή ζούσαν σε νομαδική κατάσταση και τρέφονταν από το κυνήγι, τη συλλογή καρπών και μια… …   Dictionary of Greek

  • Γκόρντι, Μπέρι — (Berry Gordy Jr., Ντιτρόιτ 1929 –). Αμερικανός μουσικός παραγωγός και συνθέτης. Ο Γ. είναι ο ιδρυτής της θρυλικής δισκογραφικής εταιρείας σόουλ μουσικής Motown, η οποία διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη διάδοση και στην ευρύτερη αποδοχή της… …   Dictionary of Greek

  • ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… …   Dictionary of Greek

  • Κίτον, Νταϊάν — (Diane Keaton, Λος Άντζελες 1946 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Αμερικανίδας ηθοποιού και σκηνοθέτριας Νταϊάν Χολ (Diane Hall). Έκανε θεατρικές σπουδές στο κολέγιο της Σάντα Άνα στην Καλιφόρνια, καθώς και στη Νέα Υόρκη. Προέβαλε ένα ισορροπημένο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”